Η Κρήτη κατά τους Αρχαίους χρόνους - Μινωικοί σφραγιδόλιθοι
Εισαγωγή
Η Κρήτη είναι το μεγάλο νησί στο Aνατολικό τμήμα της Μεσογείου με έκταση 260 χιλιόμετρα (160 μίλια) από ανατολικά ως δυτικά ανάμεσα στην ανατολή (Ασία) και την Πελοπόννησο. Τοποθετημένη βόρεια της Αφρικής είναι το νοτιότερο τμήμα της Ευρώπης σε θέση τέτοια που προσεγγίζει και στις τρεις ηπείρους (Ασία, Αφρική Ευρώπη).
Υποστηρίζεται από τους Ιστορικούς ερευνητές και τους αρχαιολόγους ότι ο πρώτος άνθρωπος στην Κρήτη εμφανίστηκε κατά την νεολιθική περίοδο, μεταξύ του 4000 και 3000 πχ. ή και παλαιότερα ακόμα το 6000 πχ. και η καταγωγή του ήταν από την Ανατολή, ειδικότερα από την Ασία. Δεν έχουν βρεθεί ακόμα ίχνη ανθρώπου κατά την παλαιολιθική εποχή εκτός από απολιθώματα ελεφάντων, ελαφιών, αγριοκάτσικων και άλλων ζώων. Υποστηρίζεται επίσης ότι, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήρθαν από την θάλασσα μετά την βύθιση της χερσαίας γέφυρας που συνέδεε την μικρά Ασία και την Κρήτη, χρησιμοποιώντας νησίδες, ή ακόμα από την Θάσο και την Κάρπαθο και τα παράλια της Λιβύης.
Στην πραγματικότητα όμως πολλές ενδείξεις που προέρχονται από αρχαίους έλληνες συγγραφείς αλλά και από ευρήματα ανασκαφών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Κρήτη κατοικείτο και πριν τον καταποντισμό της Αιγηίδος (Σημερινό αιγαίο πέλαγος), γεωλογικές ανακατατάξεις που έγιναν μεταξύ του 30.000 - 10.000 πχ.
Αν δεχτούμε τελικά αυτό ως πιο πιστευτό δεδομένο, παράλληλα μπορούμε να πούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα προστέθηκαν στους ήδη αυτόχθονες κάτοικους της Κρήτης και κάτοικοι της Πελοποννήσου που μετανάστευσαν μετά τις καταστροφές. Σημαντική ένδειξη αποτελεί η παρουσία της Αρκαδικών παραδόσεων στην πόλη Αρκαδία Κρήτης ή Αρκάδες (η ονομασία σημαίνει πόλη που αποτελείτε από μικρότερους οικισμούς), που προέρχονται από τους παλαιότερους κάτοικους της Ελλάδας.
Οι πρώτοι κάτοικοι φαίνεται να ζούσαν σε σπηλιές και σε φυσικά καταφύγια. Αργότερα άρχισαν να χτίζουν τετράγωνου σχήματος σπίτια χρησιμοποιώντας πέτρες και πηλό, με ένα κυρίως δωμάτιο ή με ένα δωμάτιο και διάδρομο. Στο πάτωμα συνήθιζαν να έχουν τάφους μικρών παιδιών και νεογέννητων. Στην Κρήτη είναι γνωστοί, οι κατά την νεολιθική περίοδο συνοικισμοί της Φαιστού και της Κνωσού, ως από τους πιο σημαντικούς νεολιθικούς συνοικισμούς της Ευρώπης και Ασίας. Δείγματα του πολιτισμού αυτού έχουν βρεθεί σε όλη σχεδόν την Κρήτη. Στην Αμνισό, τη Μεσσαρά και το Λασίθι έχουν βρεθεί σπήλαια και βραχώδη καταφύγια που χρησιμοποιήθηκαν για στέγαση, ενώ σημαντικός υστερονεολιθικός πολιτισμός έχει βρεθεί πριν μερικές δεκαετίες στον περιοχή του Κατσαμπά στο Ηράκλειο. Η κύρια ασχολία των κατοίκων κατά την περίοδο εκείνη φαίνεται να ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία.
Αμέσως μετά την νεολιθική περίοδο έχουμε την λιθοχαλκική περίοδο από την οποία έχουν έρθει στο φως πολλά ευρήματα κυρίως αγγεία και κοσμήματα.
Ο πολιτισμός της εποχής αυτής ονομάστηκε από τον A.Evans Μινωικός πολιτισμός και αυτή η ονομασία έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα. Αυτός διαίρεσε σε τρεις βασικές περιόδους τον πολιτισμό αυτό, σύμφωνα με εκτιμήσεις από αρχαία ευρήματα κυρίως αγγεία, όπου είναι:
A) Πρωτο- Μινωική περίοδος 3.000 - 2.200 a.C.
B) Μεσο-Μινωική περίοδος 2.200 - 1.580 a.C.
C) Υστερο-Μινωική περίοδος 1.580 - 1.200 a.C.
Επειδή όμως αυτή η διαίρεση δεν ανταποκρίνεται στις περιόδους των καταστροφών των ανακτόρων και των πόλεων, οι ερευνητές ακολούθησαν την κατά Πλάτωνα υποδεικνυόμενη διαίρεση η οποία εφαρμόζεται σήμερα και είναι η εξής:
Προανακτορική 2.600-2.000 a.C.
Παλαιονακτορική 2.000-1.700 a.C. (αναφέρεται στα πρώτα ανάκτορα)
Νεοανακτορική 1.700-1.380 a.C. (αναφέρεται στην ανοικοδόμηση των ανακτόρων)
Μετανακτορική 1.380-1.100 a.C.
Προανακτορική περίοδος 2600 - 2000 πχ
Οι κάτοικοι του νησιού ήταν άνθρωποι μεσογειακού κοινού τύπου, μελαχρινοί, μικρόσωμοι, με σκούρα μαλλιά και μάτια. Αυτός ο τύπος είναι συνηθισμένος στην μεσόγειο και συναντάτε ακόμα και σήμερα στην περιοχή της Κρήτης.
Η Κρήτη αποτέλεσε πολύ γρήγορα κέντρο εμπορικών δραστηριοτήτων λόγο της γεωγραφικής της θέσης και ανέπτυξε ένα σημαντικό πολιτισμό ο οποίος παρουσίασε ιδιαίτερη άνθιση μεταξύ του 1800 και 1600 πχ. Τα κυριότερα παραδείγματα του τρόπου που έχτιζαν τις κατοικίες τους, τα έχουμε από ανακαλύψεις στην Βασιλική Ιεράπετρας.
Από το γεγονός ότι έχουν βρεθεί πάρα πολλοί γεωργικοί συνοικισμοί στην περιοχή της Μεσσαράς αλλά και εμπορικά κέντρα στις βόρειες και νότιες περιοχές της Κρήτης συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι η κύρια ασχολία τους ήταν η γεωργία και το εμπόριο. Από ευρήματα, αγγεία, ξενόφερτες ύλες όπως, ο πυριτικός λίθος, ο οψιδιανός της Μήλου, (silex), ηφαιστειογενές υλικό (λιπαρίτης από τις Λιπάρες νήσους), οδηγούμαστε επίσης στο συμπέρασμα ότι η Κρήτη βρισκόταν σε πολύ καλή επικοινωνία με τις γύρω περιοχές, με την Αίγυπτο τις Κυκλάδες, την μικρά Ασία, την Συρία, την Σικελία, την Μάλτα κ.α.
Αργότερα, πολλές παραθαλάσσιες πόλεις όπως ο Μόχλος το Ζάκρο, τα Μάλια, η Αμνισός (σημερινή Ιεράπετρα), η Μεσσαρά, σημείωσαν μεγάλη ανάπτυξη κυρίως σε ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχει μια συγκεκριμένη, μια κοινή ντόπια τέχνη, ειδικότερα κατά την δεύτερη φάση της προανακτορικής περιόδου (2400-2200 πχ) αλλά πάρα πολλές διαφορετικής τεχνοτροπίας, ιδιαίτερα, πάρα πολύ ρυθμοί κεραμικής. Αυτό δείχνει επίσης και την ύπαρξη πολλών μικρών εργαστηρίων, κυρίως στις περιοχές της Μεσσαράς και του κόλπου Μιραμπέλλου. Στον Μόχλο έχουν βρεθεί αξιοθαύμαστα κοσμήματα, τόσο για την τελική εντύπωση που δίνουν όσο και για την τεχνική κατασκευής τους, ενώ στην Μεσσαρά έχουν βρεθεί πάρα πολύ σφραγιδόλιθοι από ελεφαντοστό και στεατίτη.
Οι σφραγιδόλιθοι της περιόδου εκείνης ήταν κυρίως κυλινδρικοί αλλά και σε φακοειδές ή αμυγδαλοειδές σχήμα φανερώνοντας την έντονη επιρροή από την Αίγυπτο και την Ανατολή. Θέματα όπως ο γνωστός σκαραβαίος των αιγυπτίων αλλά και συριακής τεχνοτροπίας σφραγιδόλιθοι (ζωομορφικά), έγιναν παράδειγμα μίμησης των μινωικών σφραγιδόλιθων.
Παλαιοανακτορική περίοδος 2000 - 1700 πχ
Αμέσως μετά το ξεκίνημα της δεύτερης χιλιετίας χτίστηκαν τα ανακτορικά κέντρα, (τα λεγόμενα πρώτα ανάκτορα) σε απόσταση 40 - 60 χιλιομέτρων μεταξύ τους. Αυτά ήταν διοικητικά κέντρα στα χέρια μεγάλων βασιλικών δυναστειών που όριζαν την πολιτική και θρησκευτική ζωή του νησιού.
Το ανάκτορο της Κνωσού και το ανάκτορο της Φαιστού (λόφος Κεφάλα) έχουν το ίδιο περίπου μέγεθος μεταξύ τους, ενώ χαρακτηριστικά μικρότερο είναι το ανάκτορο στα Μάλια 40 χιλιόμετρα ανατολικά της Κνωσού. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι σε καμιά από της πόλεις δεν υπήρχαν οχυρωματικά έργα, τείχη, αντίθετα με τις άλλες πόλεις της Ελλάδας, γεγονός που φανερώνει ότι όχι μόνο οι αρχαίοι Κρήτες δεν αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο του πολέμου ή κάποιας εισβολής αλλά ότι ζούσαν σε συνθήκες τάξης και ειρήνης. Τα κυριότερα ευρήματα προέρχονται από την περιοχή της Φαιστού. Ντόπιας τεχνοτροπίας σφραγιδόλιθοι που έχουν βρεθεί παρότι παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με τους Αιγυπτιακούς, ουσιαστικά διαφέρουν. Είναι δείγματα κυρίως μιας κρητικής ιερογλυφικής γραφής. Αυτή η γραφή αναγνωρίζεται ως γραμμική Α και γραμμική Β. Η γραμμική Β αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 και πιστεύεται ότι πρόκειται για μια Αχαϊκή διάλεκτο, ενώ η γραμμική Α που προσπάθειες για την αποκρυπτογράφηση της έγιναν το 1957 φαίνεται να είναι Αρκαδικής διαλέκτου. Σε αυτήν την περίοδο, το νησί πέρασε μεγάλες καταστροφές, κυρίως τρεις μεγάλες δοκιμασίες οφειλόμενες σε σεισμούς και πυρκαγιές μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή περίπου το 1700 πχ
Στο ξεκίνημα αυτής της περιόδου η οποία συνηθίζετε να ονομάζετε "περίοδος των δεύτερων ανακτόρων"), έχουμε την ανοικοδόμηση των πόλεων και των ανακτόρων. Τα ανάκτορα ξαναχτίζονται από την αρχή, μεγαλύτερα και λαμπρότερα από τα προηγούμενα, με τοιχογραφίες στους τοίχους και με ένα εντελώς καινούριο ύφος και τεχνική. Είναι λαβυρινθώδη, με πολλούς ορόφους και μια άρτια οργάνωση που αποτέλεσε ίσως και τον προπομπό για τον σημερινό δυτικό πολιτισμό. Συγκεκριμένα στο ανάκτορο της Κνωσού, το οποίο καταλάμβανε έκταση 22000 τμ, υπήρχαν περισσότερα από 1300 διαμερίσματα με χώρους για την λατρεία του δημόσιου βίου, την αποθήκευση των θησαυρών και των αγαθών, τη στέγαση του προσωπικού, εργαστήρια και σαφώς ο χώρος που κατοικούσε η βασιλική οικογένεια. Το όλο δημιούργημα συνόδευαν από άριστα υδρευτικά συστήματα (υδραγωγείο-δεξαμενές) και αποχέτευσης, χώρους υγιεινής, λουτρά, πλυντήρια κ.α.
Στην αρχή αυτής της εποχής χτίστηκε το ανάκτορο του Ζάκρου αλλά υπολογίζουμε επίσης χρονικά την κατασκευή των μεγάρων, τα οποία ήταν κατοικίες προνομιούχων και ανώτερων διοικητικών - μοναρχών, περίπου δώδεκα σε αριθμό και σε απόσταση 10 -15 χιλιόμετρα μεταξύ τους. Η απόσταση αυτή φαίνεται να προσδιορίζει και το μέγεθος της κάθε διοικητικής περιφέρειας.
Κατά την δεύτερη φάση της περιόδου αυτής (1580-1450) ήταν και η εποχή της μεγαλύτερης ακμής του Μινωικού πολιτισμού. Το άριστα οργανωμένο διοικητικό σύστημα αλλά και η μεγάλη ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου προς όλες τις κατευθύνσεις, την Αίγυπτο, την Συρία την Λιβύη, την Μάλτα και την Ελλάδα, οδήγησαν την Κρήτη στην μεγαλύτερη άνοδο. Σχετικά με την γλυπτική εκείνης της περιόδου, έχουν βρεθεί πολλά έργα σε Οψιανό , σε φλεβωτό μάρμαρο, αλάβαστρο και ορυκτό κρύσταλλο. Κατά την δεύτερη φάση της περιόδου αυτής (1580-1450) ήταν και η εποχή της μεγαλύτερης ακμής του Μινωικού πολιτισμού. Το άριστα οργανωμένο διοικητικό σύστημα αλλά και η μεγάλη ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου προς όλες τις κατευθύνσεις, την Αίγυπτο, την Συρία την Λιβύη, την Μάλτα και την Ελλάδα, οδήγησαν την Κρήτη στην μεγαλύτερη άνοδο. Σχετικά με την γλυπτική εκείνης της περιόδου, έχουν βρεθεί πολλά έργα σε Οψιανό , σε φλεβωτό μάρμαρο, αλάβαστρο και ορυκτό κρύσταλλο (rock crystal). Πολλοί σφραγιδόλιθοι που απεικονίζουν καράβια φανερώνουν την ύπαρξη ναυτικών αλλά και κεραμικά ευρήματα με παρεμφερή θέματα στην Αίγυπτο, την Μήλο και την Αίγινα φανερώνουν το ίδιο. Ο Δίσκος της Φαιστού, ένα από τα πιο γνωστά στο κόσμο ευρήματα, ανήκει προφανώς χρονικά στην πρώτη περίοδο της νεοανακτορικής εποχής και αναφέρεται σε μια παλιότερη κρητική γραφή που χρησίμευε σε θρησκευτικά θέματα.
Δεν ήταν όμως μόνο οι σεισμοί και οι πυρκαγιές ο μοναδικός φυσικός εχθρός του μινωικού πολιτισμού. Κατά το 1450 πχ καταστρέφονται όλα τα Μινωικά κέντρα της Κρήτης, τα λιμάνια και οι παραθαλάσσιες πόλεις λόγω κάποιας γεωλογικής καταστροφής οφειλόμενη στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Νήσος Σαντορίνη). Σύμφωνα με την γνώμη άλλων ηφαιστειολόγων υπολογίζετε η καταστροφή αυτή να έγινε μεταξύ του 1525 - 1520 πχ, όπως και να έχει όμως το πράγμα, ήταν το ισχυρότερο πλήγμα της περιόδου εκείνης για τον Μινωικό πολιτισμό. Ηφαιστειολόγοι και ειδικοί γεωλόγοι που έχουν μελετήσει την ηφαιστειακή δράση κατά την αρχαιότητα, του ηφαιστείου της Θήρας, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η έκρηξη θα πρέπει να ήταν 4-5 φορές ισχυρότερη και από αυτή του ηφαιστείου του Krakatoa στις Ολλανδικές Ινδίες (Ινδονησία 1883, Teleoek-Betoeng)
Σε αυτή την φάση, την τρίτη της Νεοανακτορικής περιόδου και σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα διαπιστώνετε μια μεγάλη μετανάστευση των κατοίκων του νησιού προς την κεντρική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου (1500 πχ), ενώ λίγα χρόνια μετά το 1450 πχ γίνετε και η οριστική κατάληψη του παλατιού και της πόλης από τον Αχαιό Μίνωα. Το 1400 υπολογίζετε και η οριστική καταστροφή του παλατιού πάλι προφανώς λόγω σεισμών.
Η καταστροφή του Μινωικού πολισμού έχει συνδυαστεί από πολλούς ερευνητές με τον χαμένο πολιτισμό της Ατλαντίδος, φήμη που προήλθε από τους αρχαίους αιγυπτίους ιερείς όπου κατά τον Πλάτωνα άκουσε ο Σόλωνας.
Μετανακτορική περίοδος 1380 - 1100 πχ
Κατά τη Διάρκεια αυτής της περιόδου οι Αχαιοί κατεβαίνουν πια κατά μεγάλες μάζες, και εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις-κέντρα ιδρύοντας όμως και πολλά νέα. Στην Τύλησο, την Αγία τριάδα και την Φαιστό έχουμε ισχυρές αποδείξεις γι αυτό καθώς ή τέχνη επηρεάσθηκε πάρα πολύ από μυκηναϊκά στοιχεία.
Η τέχνη της σφραγιδογλυφίας υπήρχε από την αρχή την λιθοχαλικής περιόδου και ίσως παλιότερα και από την έναρξη την προανακτορικής εποχής. Στην αρχή οι τεχνίτες σκάλιζαν παραστάσεις και σύμβολα σε μαλακές πέτρες και άλλα υλικά όπως είναι ο στεατίτης και το ελεφαντόδοντο, αργότερα Δε, σε σκληρότερες πέτρες, αχάτες, ορυκτά κρύσταλλα και χαλαζία.
Ο σφραγιδόλιθος είχε την σημασία της προσωπικής ταυτότητας, το σύμβολο ή η παράσταση που ήταν χαραγμένη είχε άμεση σχέση με τον κάτοχο, έτσι τα θέματα ήταν κυρίως από την καθημερινή ζωή, και αναφέρονταν στο επάγγελμα ή την ιδιότητα του κατόχου. Τους κρεμούσαν απλά στο λαιμό ή τους είχαν μαζί τους ενώ πολύ αργότερα τους χρησιμοποιούσαν σε κοσμήματα κυρίως σε δαχτυλίδια. Οι μορφή τους ήταν κυρίως κυλινδρική στην αρχή της εποχής του χαλκού ή και σε σχήμα φακής, η δε τεχνική είχε επηρεασθεί κατά πολύ από αυτήν της Αιγύπτου και της Ανατολής. Γραμμικά σύμβολα, ανθρώπινες μορφές, ζωομορφικές παραστάσεις αλλά και σκηνές της καθημερινής ζωής ήταν τα κυρίως θέματα που σκάλιζαν οι τεχνίτες. Τα θέματα αναφέρονταν σε κάθε ειδικότητα που μπορεί να είχε ο κάτοχος, όπως για παράδειγμα θέματα που είχαν σχέση με το κυνήγι για έναν κυνηγό, με την ναυτιλία (καράβια) για έναν ναυτικό ή σκηνές από την θρησκευτική λατρεία που απεικονίζουν ιέρειες σε βωμούς μινωικούς κτλ. Τα ζωομορφικά θέματα ήταν πάρα πολλά μιας η ανάγκη του να είναι μοναδικά ανάγκαζε τους τεχνίτες να δημιουργούν κάθε φορά καινούρια θέματα, έτσι έχουμε ευρήματα με παραστάσεις που απεικονίζουν διάφορα ζώα ή και σκηνές από το κυνήγι, λιοντάρια ή σκυλιά να κατασπαράζουν ελάφια, αίγαγρους για τους βοσκούς, ψάρια ή ακόμα και μυθικά ζώα.
Ο Λέοντας, παρόλο που δεν υπήρχαν και αξίζει να αναφερθεί αυτό, λιοντάρια στην αρχαία Κρήτη, ήταν ένα θέμα πολύ συνηθισμένο που συμβόλιζε την δύναμη και την κυριαρχία. Ο σκύλος είχε πιο πολύ κυνηγετική έννοια. Ο σκαραβαίος σύμβολο μακροζωίας και αθανασίας, προήλθε από την Αίγυπτο καθώς και πολλά άλλα σύμβολα ενώ πολύ αργότερα σημειώθηκε μια αλλαγή, κυρίως προς πολεμικά θέματα (επιρροή του Μυκηναϊκού πολιτισμού).
Σήμερα μπορεί κανείς να θαυμάσει πολλά αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με τον Μινωικό πολιτισμό επισκεπτόμενος το μουσείο του Ηρακλείου της Κρήτης καθώς και μια μεγάλη συλλογή μινωικών σφραγιδόλιθων.